ἐκκρίνω

ἐκκρίνω
ἐκκρί̱νω , ἐκκρίνω
single out
aor subj act 1st sg
ἐκκρί̱νω , ἐκκρίνω
single out
pres subj act 1st sg
ἐκκρί̱νω , ἐκκρίνω
single out
pres ind act 1st sg
ἐκκρί̱νω , ἐκκρίνω
single out
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκκρίνω — βλ. πίν. 172 (μόνο στον ενεστ. και στον πληθ. του παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκκρίνω — (AM ἐκκρίνω) παράγω υγρό το οποίο αποβάλλεται («εκκρίνω ιδρώτα») αρχ. 1. αποχωρίζω, ξεχωρίζω 2. χωρίζω 3. αποκλείω, αποβάλλω 4. καταδικάζω 5. αναδίδω, βγάζω 6. (για φάρμακο) παρασύρω, βγάζω …   Dictionary of Greek

  • εκκρίνω — εκκρίθηκα, μτβ. (για ζωντανούς οργανισμούς), βγάζω υγρές ουσίες από το εσωτερικό του σώματός μου με ειδικούς εξαγωγικούς μικρούς σωλήνες ή με τους πόρους μου: Εκκρίνω ιδρώτα. – Εκκρίνω γάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκκρῖνον — ἐκκρίνω single out pres part act masc voc sg ἐκκρίνω single out pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απεκκρίνω — εκκρίνω κάποιο υγρό …   Dictionary of Greek

  • ἐκκεκρικώς — ἐκκρίνω single out perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεκριμένη — ἐκκρίνω single out perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεκριμένην — ἐκκρίνω single out perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεκριμένης — ἐκκρίνω single out perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκεκριμένοι — ἐκκρίνω single out perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”