εκκρίνω — βλ. πίν. 172 (μόνο στον ενεστ. και στον πληθ. του παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκκρίνω — (AM ἐκκρίνω) παράγω υγρό το οποίο αποβάλλεται («εκκρίνω ιδρώτα») αρχ. 1. αποχωρίζω, ξεχωρίζω 2. χωρίζω 3. αποκλείω, αποβάλλω 4. καταδικάζω 5. αναδίδω, βγάζω 6. (για φάρμακο) παρασύρω, βγάζω … Dictionary of Greek
εκκρίνω — εκκρίθηκα, μτβ. (για ζωντανούς οργανισμούς), βγάζω υγρές ουσίες από το εσωτερικό του σώματός μου με ειδικούς εξαγωγικούς μικρούς σωλήνες ή με τους πόρους μου: Εκκρίνω ιδρώτα. – Εκκρίνω γάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκρῖνον — ἐκκρίνω single out pres part act masc voc sg ἐκκρίνω single out pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απεκκρίνω — εκκρίνω κάποιο υγρό … Dictionary of Greek
ἐκκεκρικώς — ἐκκρίνω single out perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκριμένη — ἐκκρίνω single out perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκριμένην — ἐκκρίνω single out perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκριμένης — ἐκκρίνω single out perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκεκριμένοι — ἐκκρίνω single out perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)